- ωσχοφόροι
- οἱ, Αβλ. ὀσχοφόροι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠσχοφόροι — the young men who carried the vine branches masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οσχοφόροι — ὀσχοφόροι και ὠσχοφόροι, οἱ (Α) οι νεαροί που μετείχαν στα οσχοφόρια και κρατούσαν τους όσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσχος «κλήμα αμπέλου» + φόρος*] … Dictionary of Greek